Ιουνίου 21, 2016
26
Comments
Αρχές Σεπτέμβρη κι εγώ έχω ξεμείνει ακόμη στο νησί που με φιλοξένησε όλο το καλοκαίρι. Εδώ και μέρες, για να μην πω εβδομάδες και με πιάσει πανικός, θα έπρεπε να έχω μπει στο καράβι και να έχω γυρίσει πίσω. Πίσω σε εκείνα που άφησα στη μέση κι έπρεπε να έχω επιστρέψει για να τελειώσω. Τα γνωστά... ζωή, δουλειά, σπίτι, φίλους, σχέση.
Μόνο που τα σκέφτομαι με πιάνει ίλιγγος. Μου μοιάζουν όλα μακρινά και ξεφτισμένα.
Γι αυτό κι εγώ απόψε είπα να πιω με απώτερο σκοπό να μεθύσω, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα πάψω να σκέφτομαι. Αλλά, που τέτοια τύχη; δεν περνάνε αυτά στα ελαττωματικά μυαλά.
Χαζεύω τη κρεμαστή, λεπτή φέτα από παραφαγωμένο καρπούζι…
Εκείνα τα μάτια που λάτρεψα από την ώρα που πάτησα το πόδι μου σε τούτη τη στεριά, με κυνηγάνε. Δεν τα κοιτάζω, αλλά ξέρω πως μ’ ακολουθούν πίσω από την πλάτη μου. Κάθε βήμα, κάθε κίνηση, κάθε χαμόγελο κι ας μην απευθύνεται τίποτα απ’ όσα κάνω σε κείνα τα μάτια. Παίζω κι εγώ το παιχνίδι τους.
Τα διεκδίκησα αυτά τα μάτια, έστησα παγίδες για να πέσουν μέσα, σύρθηκα στα πατώματα, αλλά δεν τα κατάφερα να τα φυλακίσω στα δικά μου.
Απόψε όμως σαν να κάτι να άλλαξε. Σαν ο αέρας να έχει αλλιώτικη αύρα, σαν η ψύχρα να γλύκανε, σαν ο απόηχος του καλοκαιριού να είναι εκείνο ακριβώς που περίμενα όλους αυτούς τους μήνες.
Εκείνα τα μάτια με πλησιάζουν και με πιάνουν από τη μέση. Δεν τα βλέπω αλλά ξέρω πως ανήκουν στα χέρια που με τυλίγουν. Δε θα μπορούσαν να ανήκουν πουθενά αλλού. Γέρνω πίσω αργά, απαλά, τελετουργικά κι αφήνομαι.
Εκείνα με παρασέρνουν και με βγάζουν έξω από το μπαράκι που έχω θρονιαστεί. Σαν αερικό νυχοπατώ κι ακολουθώ τα μάτια που ακόμα δεν έχω αντικρίσει.
Φτάνουμε στην παραλία, εκεί που η βοή του κόσμου δε φτάνει, εκεί που ίσα π’ ακούγεται ο φλοίσβος των κυμάτων… σαν νανούρισμα.
Ξυπνώ από το λήθαργο μου, αρπάζω τα χέρια του στα δικά μου και μπήγω τα μάτια μου στα δικά του. Οργή για τους μήνες που αγωνίζομαι να τα κάνω δικά μου, θρίαμβος για τη νίκη, ηδονή για το κορμί. Όλα!
Όσο να πεις τι, τα κορμιά μπερδεύονται σε μια μυσταγωγία πρωτόγονη. Σαν να μαθαίνουν τον έρωτα πρώτη φορά.
Η νύχτα χάθηκε. Τη θέση της πήρε μια ζωηρή ροδαυγή. Τα φλογισμένα μας κορμιά, χορτάτα πια, ξαπλώνουν στην άμμο βαστώντας τα χέρια τους σφιχτά.
«Καλημέρα!», η βαριά αντρική φωνή σα στριγκλιά σε εφιάλτη, μας ξυπνά από το όνειρο. Ανασηκωνόμαστε προσπαθώντας να καλύψουμε τη γύμνια μας.
Ένας άντρας με κοντό παντελόνι ως τα γόνατα, μακό μπλούζα και σανδάλια καπνίζει παραπέρα και χαμογελά συγκαταβατικά. Μας κάνει νόημα να μη βιαστούμε. Δείχνει το ρολόι του και κάπου δίπλα μας με το δείκτη του χεριού του. Κοιταζόμαστε κι οι τρεις κ ξεσπάμε σ’ ένα ξεκαρδιστικό γέλιο.
Είναι ο ψαράς που καρτερεί να τελειώσουμε και να πάρει τη βάρκα του να πάει για δουλειά.
Ο "Απόηχος του καλοκαιριού" είναι η συμμετοχή μου στις ιστορίες καλοκαιριού που διοργανώνει η Μαρία από το κείμενο!Είναι μια ιστορία που γράφτηκε πριν χρόνια κι είχε διακριθεί σε ένα διαγωνισμό διηγήματος που είχε διοργανώσει το eyelands!
τις καλησπέρες μου!
Ιουνίου 18, 2016
22
Comments
Ιουνίου 13, 2016
24
Comments
Ιουνίου 09, 2016
31
Comments
Ιουνίου 08, 2016
37
Comments
Ιουνίου 04, 2016
51
Comments
Ιουνίου 01, 2016
32
Comments
Μαΐου 24, 2016
30
Comments