Για τη μάνα του Αλέξη.... και του κάθε Αλέξη

by - Δεκεμβρίου 06, 2018



Χτυπάει κάποια στιγμή ένα τηλέφωνο και ξέρεις ότι δεν είναι για καλό. Ξέρεις επίσης ότι πρέπει να το σηκώσεις. Από την άλλη μεριά της γραμμής σου λένε ξερά πως το παιδί σου δεν υπάρχει πια. Πως κάποιος το δολοφόνησε. Κάποιος το μαχαίρωσε, κάποιος το πυροβόλησε, κάποιος το ανάγκασε να αυτοκτονήσει. Κι είναι εδώ που ο χρόνος σπάει και κόβεται στα δύο. Στο πριν και στο από δω και πέρα. Το μωρό σου δεν υπάρχει πια. Το αγοράκι σου, το κοριτσάκι σου, απλά δεν υπάρχει πια. 


Ήρθε κάποιος και το σκότωσε έτσι απλά σε μια βόλτα στα Εξάρχεια. Ήρθε ένας και το μαχαίρωσε γιατί δεν συμφωνούσε με τις απόψεις του. Ήρθε ένας και το πυροβόλησε γιατί ύψωσε τη σημαία του. Ήρθε ένας και τη σκότωσε γιατί εκείνη δεν ανταποκρίθηκε στις ερωτικές του επιθυμίες... έτσι απλά... μια μέρα ήρθε ένας και πήρε τη ζωή του παιδιού σου.
Δεν είναι μόνο ότι το νήμα της ζωής του παιδιού σου που κόπηκε. Είναι που κάποιος το έκοψε. Δεν ήταν αρρώστια, δεν ήταν ατύχημα (που κι εκεί ο πόνος δεν αλλάζει), ήταν δολοφονία. 
Εσύ διπλώνεσαι στα δυο κι όταν σηκώνεσαι ουρλιάζεις. Και το ουρλιαχτό σου κάνει τη Γη να σιωπά και να σκύβει το κεφάλι. Όλοι σιωπούν. Ακόμη και η πιο πλούσια και αρχαιότερη γλώσσα του κόσμου σωπαίνει. Ούτε αυτή βρήκε στους αιώνες μια λέξη που να χαρακτηρίζει τη μάνα που χάνει το παιδί της. Ούτε αυτή.

Εσύ όμως πιστεύεις σε μια ανώτερη δύναμη (ούτε κι εσύ ξέρεις σε τι ακριβώς πιστεύεις) που σου λέει πως τα παιδιά πάνε στον ουρανό και πως εκεί κάποιοι τα προσέχουν και τα αγαπάνε σαν κι εσένα. Πως εκεί υπάρχει ένα ονειρεμένο μέρος και πως το παιδί σου περνάει καλά. Κι εσύ δεν έχεις άλλο να κάνεις, παρά να στέλνεις την αγάπη σου και να παρακαλάς να έρθει στο όνειρό σου το μωρό σου και να το σφίξεις στην αγκαλιά σου. Να του δώσεις τη ζακέτα του για να μην κρυώνει και να του ετοιμάσεις κολατσιό. 
Αλήθεια το ξέρατε ότι υπάρχει ζωή στα όνειρα; Κι αν δεν υπάρχει τη δημιουργεί ο πόνος. Γιατί ο πόνος έχει ανάγκη από λύτρωση.

Κι εμείς οι μάνες που σήμερα ντύσαμε τα παιδιά μας και τα αφήσαμε στο σχολείο, που μαγειρέψαμε το αγαπημένο τους φαγητό και που κρύψαμε στα μαξιλάρια τους από ένα σοκολατάκι, που το βράδυ τα φιλήσαμε 100 φορές πριν εκείνα κλείσουν τα μάτια τους και που μες τη νύχτα θα πάμε άλλες τόσες φορές στα δωμάτιά τους για να δούμε αν είναι ακόμα σκεπασμένα και θα αφουγκραστούμε τις ανάσες τους, ίσως και να αφήσουμε άλλο ένα απαλό σαν χάδι, φιλί στα μάγουλά τους... είμαστε εδώ. 
Μουσκεύουμε τα μαξιλάρια μας για τον πόνο σας την ώρα που ξαπλώνουμε στα κρεβάτια μας. Παρακαλάμε (όπου πιστεύει η κάθε μια μας) άλλη μάνα τέτοιον πόνο να μη νιώσει, ευχόμαστε να μπορούσαμε να πάρουμε τη θλίψη από πάνω σας και να έρχονταν πίσω τα μωρά σας. Για σας δεν ήταν έφηβοι τα παιδιά σας ή άντρες ή γυναίκες όταν σταμάτησε η καρδιά τους να χτυπάει. Ήταν τα μωρά σας. Κι έτσι θα παραμείνουν.
Είμαστε πολλές. Δεν είστε μόνες. Αλλά να... μέσα στη μέρα τρέχουμε και αγωνιούμε για τα δικά μας μωρά... Τις νύχτες όμως, εκεί που ο κόσμος σιωπά και κοιμάται, εκεί που όλα είναι σκοτεινά, εκεί ελευθερώνεται το δικό μας το παράπονο. Εκεί πιάνουμε σφιχτά το χέρι σας και κλαίμε μαζί σας. Μόνο τότε. Που κάθε μια μας, είναι μόνη της. 

Αυτό το κείμενο απευθύνεται τόσο στις μανάδες όσο και στους πατεράδες. Κι οι πατεράδες πονάνε με έναν δικό τους, μοναδικό, βουβό τρόπο. Κι αυτό (δυστυχώς) μου το έμαθε η Γιάννα από το όταν γεννήθηκα ξανά
Εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να φτιαχτεί ένα τέτοιο κείμενο ούτε κανένα ποίημα σαν το παρακάτω. 

Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ΄τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, 
μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και τον χρόνο. Πάντα εκεί.

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή

καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση 

να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, 

τόσο που ο πόνος κάτω απ΄τα πλευρά μας, 
δεν είναι πια απ΄τη στέρηση μα από την αύξηση. 
Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
 


Γιάννης Ρίτσος

Καλησπέρες

You May Also Like

6 Comments

  1. Ελένη μου,
    αποθέτω τον σεβασμό μου στο κείμενο αυτό σου σήμερα. Συμμερίζομαι απόλυτα κάθε του λέξη και νιώθω όσο μπορώ τη δύναμη των συναισθημάτων σου. Να μην ζει γονιός τέτοια γεγονότα. Ποτέ ! και για κανέναν λόγο.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κάθε γονιός καταλαβαίνει αυτά τα λόγια... Ευχή μου είναι να μην τα νιώσει ποτέ ξανά κανείς!
      Καλησπέρα!

      Διαγραφή
  2. Ανείπωτος πόνος .
    Μακάρι ποτέ ξανά κανείς γονιός να στερηθεί το σπλάχνο του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αχ τέτοια κείμενα πονάνε. Δε θέλω να φαντάζομαι π΄σο άδικο και σκληρό είναι για όλες αυτές τις μάνες που χάνουν τα παιδιά τους.AriadnefromGreece!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ούτε εγώ μπορώ αν φανταστώ... και εύχομαι μην το ζήσει ποτέ ξανά γονιός αυτό το πράγμα!

      Διαγραφή

Ο λόγος δικός σας: