Καταραμένος Αλωνάρης
Στ’ αλώνι το δικό μας, αγνάντιο
απ’ το καλύβι, εκείνο που τώρα έχει χορταριάσει και πια δεν ξεχωρίζει,
ζωντάνευαν και οι πέτρες. Νέοι και νιες πήγαιναν κι έρχονταν, φωνές, γέλια, κουβεντολόι,
αγκομαχητά, λιοπύρι. Δρεπάνια στα χέρια, ψάθες στα κεφάλια κι ο θέρος αρχίνιζε. Κι ύστερα, φόρτωμα στα μουλάρια και καρφί για τ' αλώνι.